- σύνδεσμα
- σύνδεσμοςthat which binds togetherneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξύνδεσμα — σύνδεσμα , σύνδεσμος that which binds together neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνδεσμ' — σύνδεσμα , σύνδεσμος that which binds together neut nom/voc/acc pl σύνδεσμε , σύνδεσμος that which binds together masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνδεσμος — Μόριο που έχει το ρόλο να συνδέει μεταξύ τους δύο ή περισσότερους όρους σε μια πρόταση ή να ενώνει δύο ή περισσότερες προτάσεις. Οι σ. ανήκουν στα μορφολογικά άκλιτα εκείνα στοιχεία (προθέσεις, επιρρήματα), των οποίων ο ρόλος είναι να… … Dictionary of Greek